- ὀρφνήεις
- ὀρφν-ήεις, εσσα, εν, poet. for ὀρφνός, Q.S.3.657, Man.4.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορφνήεις — ὀρφνήεις, εσσα, εν (Α), ορφνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρφνη «σκοτάδι» + κατάλ. ήεις (πρβλ. ομιχλ ήεις)] … Dictionary of Greek
ὀρφνήεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφνήεσσα — ὀρφνήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)